- ἀρμενίου
- σάνδυξa bright red colourmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁρμενίου — ἀρμενίου , σάνδυξ a bright red colour masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρμενίου, δήμος — Νέος δήμος (2.273 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αρμενίου, Μεγάλου Μοναστηρίου, Νίκης και Σωτηρίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Αρμένιο … Dictionary of Greek
Ἀρμενίου — Ἀρμένιον copper carbonate neut gen sg Ἀρμένιος Armenia masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ετσμιατζίν ή Βαγκαρσαπάτ — (EcmiadzinVargharsapat). Πόλη (65.900 κάτ. το 2002) της Αρμενίας, στην πεδιάδα του Αραράτ. To E. είναι βιομηχανική πόλη με εργοστάσια οινοποιίας, κονσερβοποιίας, οικοδομικών και πλαστικών υλικών, κ.ά. Στην πόλη υπάρχει αξιόλογο εθνογραφικό… … Dictionary of Greek
GR-42 — Präfektur Larisa Νομός Λάρισας Basisdaten Staat: Griechenland V … Deutsch Wikipedia
Larisa (Präfektur) — Präfektur Larisa (1882–2010) Νομός Λάρισας Basisdaten (April 2010)[1] Staat … Deutsch Wikipedia
Larissa (Präfektur) — Präfektur Larisa Νομός Λάρισας Basisdaten Staat: Griechenland V … Deutsch Wikipedia
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
ευάρεστος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ο όσιος. Καταγόταν από επίσημη οικογένεια της Γαλατίας. Ήταν ασκητής της Μονής Στουδίου επί Λέοντα E’ του Αρμένιου. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου.… … Dictionary of Greek
μεχιταριστές — οι μοναχικό τάγμα Αρμενίων που αποκλίνουν προς την Δυτική Εκκλησία, οπαδοί τού Αρμενίου Μεχιτάρ που έδρασε στις αρχές τού 18ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού Αρμενοκαθολικού μοναχού Μεχιτάρ, ο οποίος ίδρυσε το τάγμα] … Dictionary of Greek